- μαγκιπειό
- μαγκιπείον, μαγκίπ(π)ιον τό монастырская пекарня
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαγκίπιο — και μαγκίππιο και μαγιπείο και μαγκιπειό, το (Μ μαγκίπ[π]ιον και μαγκιπεῑον και μαγκήπιον και μαγκηπεῑον) αρτοποιείο νεοελλ. φρ. «το μαγκιπειό τής μονής» το διαμέρισμα όπου παρασκευάζεται ο άρτος στις μονές τού Άθω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mancipium… … Dictionary of Greek